Επιλογή Σελίδας

Καρκίνος του Μαστού

Τι είναι ο Καρκίνος του Μαστού

Ο μαστός αποτελείται από τα λόβια (κυψέλες που παράγουν το γάλα) και τους πόρους (μικρούς σωλήνες που αρχίζουν από τα λόβια και εκβάλλουν στη θηλή του μαστού). Όταν ένα ή περισσότερα κύτταρα από τους πόρους ή τα λόβια του μαστού γίνουν παθολογικά (μετάλλαξη) αρχίζει ένας γρήγορος και ανεξέλεγκτος πολλαπλασιασμός. Αρχικά παραμένουν μέσα στους πόρους (μη διηθητικό πορογενές καρκίνωμα), ενώ στη συνέχεια μπορούν να διασπάσουν το τοίχωμα του πόρου και να σχηματίσουν έναν όγκο (διηθητικός καρκίνος) έχοντας πλέον τη δυνατότητα να μεταναστεύσουν σε άλλα μέρη του σώματος όπως τα οστά, οι πνεύμονες, το ήπαρ ή αλλού και να αναπτυχθούν τοπικά (μεταστάσεις).

Πρόληψη – Παράγοντες Κινδύνου του Καρκίνου του Μαστού

Η βασική αιτία δημιουργίας του καρκίνου παραμένει άγνωστη και η πρωτογενής πρόληψη (αποτροπή της ανάπτυξης καρκίνου του μαστού) είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Μία γυναίκα όμως έχει μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσει καρκίνο ανάλογα με τους παράγοντες κινδύνου που συγκεντρώνει και τέτοιοι είναι: η ηλικία (όσο μεγαλώνει), το οικογενειακό ιστορικό (μητέρα ή αδελφή με καρκίνο μαστού), η διάρκεια των ετών της περιόδου (πρώιμη εμμηναρχή – καθυστερημένη εμμηνόπαυση), η ατεκνία ή η πρώτη κύηση σε ηλικία άνω των 35 ετών, η έλλειψη σωματικής άσκησης και η παχυσαρκία, η μακροχρόνια χρήση ορμονικής υποκατάστασης μετά την εμμηνόπαυση, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και άλλοι μικρότερης σημασίας.

Ιδιαίτερο παράγοντα κινδύνου αποτελεί το τεκμηριωμένο κληρονομικό ιστορικό καρκίνου μαστού. Στις περιπτώσεις αυτές (5-10% των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού) η ανάπτυξη καρκίνου οφείλεται σε γενετική μετάλλαξη (μετάλλαξη στα γονίδια BRCA1 ή BRCA2) ή είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης άλλων γονιδίων. Τον κληρονομούμενο καρκίνο του μαστού τον υποπτευόμαστε όταν στο ιστορικό της γυναίκας υπάρχουν συγγενείς που εκδήλωσαν καρκίνο μαστού σε μικρή ηλικία, καρκίνο και στους δύο μαστούς ή υπάρχει συγχρόνως και ιστορικό καρκίνου των ωοθηκών. Γυναίκες που φέρουν μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 ή BRCA2 έχουν 80% πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του μαστού μέχρι την ηλικία των 80 χρόνων, ενώ έχουν επίσης αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου των ωοθηκών.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι παράγοντες κινδύνου δεν προβλέπουν με βεβαιότητα αν μία γυναίκα θα αναπτύξει καρκίνο του μαστού. Η αποφυγή όμως της προσθήκης παραγόντων κινδύνου που μπορούν να τροποποιηθούν (όπως η υιοθέτηση υγιεινής διατροφής, σωματικής άσκησης, διατήρηση ιδανικού βάρους, τεκνοποίηση σε νεαρή ηλικία, αποφυγή λήψης οιστρογόνων) είναι ένα θετικό βήμα πρωτογενούς πρόληψης. Επιπλέον, το να γνωρίζει μία γυναίκα ότι έχει μερικούς παράγοντες κινδύνου μπορεί να τη βοηθήσει να είναι περισσότερο προσεκτική σχετικά με την πραγματοποίηση τακτικών, προληπτικών ελέγχων (με μαστογραφία και κλινική εξέταση) ώστε, εάν αναπτύξει καρκίνο, να διαγνωσθεί έγκαιρα, σε πρώιμο στάδιο (δευτερογενής πρόληψη).

Έγκαιρη Διάγνωση του Καρκίνου του Μαστού

Όσο νωρίτερα διαγνωσθεί ένας καρκίνος του μαστού, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα για επιτυχημένη θεραπεία. Την καλύτερη πορεία έχει ένας μη-διηθητικός καρκίνος (in situ) ή ένας μικρού μεγέθους διηθητικός καρκίνος που ανιχνεύθηκε στη μαστογραφία. Ο τρόπος όμως ελέγχου με σκοπό την έγκαιρη διάγνωση εξαρτάται από την ηλικία (η πλειονότητα των καρκίνων του μαστού συμβαίνει μετά την ηλικία των 40 ετών) και προσαρμόζεται ανάλογα με τους παράγοντες κινδύνου που έχει κάθε γυναίκα.

Στις μικρές ηλικίες, κάτω των 35 ετών, θα ήταν χρήσιμο η γυναίκα να αυτό-εξετάζει τους μαστούς της μία φορά το μήνα. Σημάδι καρκίνου μπορεί να είναι η ψηλάφηση ενός ανώδυνου όγκου ή σκληρίας στο μαστό που επιμένει και αυξάνεται σε μέγεθος, ένα τράβηγμα ή βαθούλωμα στο δέρμα, οίδημα (πρήξιμο) του μαστού ή αιματηρό έκκριμα που βγαίνει από τη θηλή.

Στην ηλικία μεταξύ 35 και 40 ετών θα πρέπει να υποβάλλεται σε κλινική εξέταση των μαστών κάθε δύο χρόνια και να κάνει το πρώτο της έλεγχο με μαστογραφία. Από την ηλικία των 40 ετών, θα πρέπει να υποβάλλεται συστηματικά σε μαστογραφία και κλινική εξέταση των μαστών από εξειδικευμένο ιατρό, μία φορά το χρόνο.

Επιπλέον, στην εποχή μας διαθέτουμε και άλλα διαγνωστικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν επικουρικά από τον ιατρό, όταν υπάρχει διαγνωστικός προβληματισμός. Τα τελευταία χρόνια έχουν εξελιχθεί πάρα πολύ τα μηχανήματα υπερήχων. Η δυνατότητα μελέτης της αγγείωσης των αλλοιώσεων του μαστού, η χρήση της ελαστογραφίας, οι τρισδιάστατες εικόνες που δίνουν οι νέοι τρισδιάστατοι υπέρηχοι, μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στη διάγνωση. Σημαντική επίσης είναι η βοήθεια της Μαγνητικής Μαστογραφίας, η οποία εφαρμόζεται με συγκεκριμένες ενδείξεις. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι βασική εξέταση έγκαιρης διάγνωσης εξακολουθεί να είναι η κλασική μαστογραφία. Ειδικά οι νέοι ψηφιακοί μαστογράφοι μπορούν να έχουν υψηλή ευκρίνεια και στους δύσκολους, πυκνούς μαστούς, ενώ ακόμη μεγαλύτερη ευκρίνεια προσφέρει τελευταία η μαστογραφία με την τεχνική της τομοσύνθεσης.

Στάδια του Καρκίνου του Μαστού

Σταδιοποίηση μιας ασθενούς με καρκίνο του μαστού είναι η ταξινόμηση της νόσου της ανάλογα με το μέγεθος του πρωτοπαθούς όγκου (Τ), την προσβολή των σύστοιχων μασχαλιαίων λεμφαδένων (Ν) και την παρουσία ή όχι μεταστάσεων (Μ). Αυτό το σύστημα (ΤΝΜ της American Joint Committee) μας επιτρέπει να κάνουμε μια στατιστική πρόγνωση της πορείας της ασθενούς, αλλά και μας βοηθά, σε συνδυασμό με άλλους προγνωστικούς και προβλεπτικούς, βιολογικούς παράγοντες, στην επιλογή της πλέον κατάλληλης θεραπείας για την συγκεκριμένη ασθενή.

Διακρίνουμε τέσσερα στάδια:

Στο «Στάδιο 0» περιλαμβάνεται ο καρκίνος in situ που εντοπίζεται στο σημείο προέλευσής του, δεν έχει αρχίσει να διηθεί τους γύρω ιστούς και δεν έχει δυνατότητα μετάστασης.

Στο «Στάδιο I» ο όγκος είναι μικρότερος από 2 εκ. και δεν υπάρχει ένδειξη διασποράς στους λεμφαδένες ή σε απομακρυσμένα σημεία (Τ1Ν0Μ0).

Στο «Στάδιο II» διακρίνουμε το ΙΙ-Α που περιλαμβάνει τις κατηγορίες Τ0Ν1Μ0 (δεν υπάρχει ένδειξη πρωτοπαθούς όγκου αλλά έχουμε μετάσταση στους μασχαλιαίους λεμφαδένες), Τ1Ν1Μ0 (όγκος μικρότερος από 2 εκ. και θετικοί μασχαλιαίοι λεμφαδένες), Τ2Ν0Μ0 (όγκος μεγαλύτερος από 2 εκ. αλλά μικρότερος από 5 εκ. και χωρίς διασπορά στους λεμφαδένες) και το Στάδιο II-B που περιλαμβάνει τις κατηγορίες Τ2Ν1Μ0 (όγκος μεταξύ 2-5 εκ. και θετικοί λεμφαδένες) και Τ3Ν0Μ0 (όγκος μεγαλύτερος από 5 εκ. χωρίς όμως λεμφαδενικές μεταστάσεις).

Στο «Στάδιο III-A» περιλαμβάνονται οι κατηγορίες Τ0Ν2Μ0, Τ1Ν2Μ0, Τ2Ν2Μ0, Τ3Ν1Μ0 και Τ3Ν2Μ0 (καθορίζεται κυρίως από όγκο μεγαλύτερο από 5 εκ. ή εκτεταμένη προσβολή των σύστοιχων μασχαλιαίων λεμφαδένων που συμφύονται μεταξύ τους). Στο «Στάδιο ΙΙΙ-Β» περιλαμβάνονται οι ασθενείς που παρουσιάζουν επέκταση του όγκου στο θωρακικό τοίχωμα ή διήθηση – εξέλκωση του δέρματος.

Τέλος, στο «Στάδιο IV» περιλαμβάνονται ασθενείς με όγκο οποιουδήποτε μεγέθους που παρουσιάζουν όμως απομακρυσμένες μεταστάσεις.

Θεραπείες του Καρκίνου του Μαστού

Οι περισσότεροι καρκίνοι σήμερα αντιμετωπίζονται με ένα συνδυασμό θεραπειών: τις ‘τοπικές’ που είναι η χειρουργική και η ακτινοθεραπεία και στοχεύουν στην καταστροφή του όγκου και των καρκινικών κυττάρων στο μαστό και τις ‘συστηματικές’ που αποσκοπούν στη καταστροφή των καρκινικών κυττάρων που τυχόν έχουν διαφύγει στο υπόλοιπο σώμα. Στη συστηματική θεραπεία ανήκουν η χημειοθεραπεία και η ορμονοθεραπεία, όπως και οι βιολογικές θεραπείες .

Η χειρουργική επέμβαση είναι η κύρια τοπική θεραπεία του καρκίνου, η οποία έχει σκοπό να αφαιρέσει τη πρωτοπαθή εστία της νόσου, αποτρέποντας την επανεμφάνιση του καρκίνου στην ίδια θέση. Όλες σχεδόν οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού θα υποβληθούν σε κάποιο τύπο χειρουργικής επέμβασης για την αφαίρεση του όγκου από το στήθος τους. Υπάρχουν αρκετές και διαφορετικές χειρουργικές επιλογές που ποικίλουν από τη ριζική μαστεκτομή, που σπάνια πλέον εκτελείται στις μέρες μας, έως τις χειρουργικές επεμβάσεις διατήρησης του μαστού, οι οποίες αφαιρούν μόνο το καρκίνο με ένα τμήμα από περιβάλλοντα υγιή ιστό. Ταυτόχρονα, ο χειρουργός θα αφαιρέσει επίσης έναν ή περισσότερους λεμφαδένες από τη μασχάλη (φρουρός λεμφαδένας ή λεμφαδενικός καθαρισμός αντίστοιχα), για μικροσκοπική εξέταση. Τέλος, οι γυναίκες που υποβάλλονται σε μαστεκτομή μπορεί να αποφασίσουν να κάνουν αποκατάσταση του μαστού τους, συγχρόνως ή σε δεύτερο χρόνο.

Η ακτινοθεραπεία αποτελεί βασική θεραπεία για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού όταν η ασθενής υποβάλλεται σε επέμβαση διατήρησης του μαστού, και έχει σκοπό την αύξηση του τοπικού ελέγχου της νόσου. Σε περίπτωση μαστεκτομής, ακτινοθεραπεία θα ακολουθήσει σε επιλεγμένες ασθενείς όπως όταν υπάρχει μεγάλο μέγεθος όγκου ή εκτεταμένη διήθηση των μασχαλιαίων λεμφαδένων ή του θωρακικού τοιχώματος.

Η Χημειοθεραπεία (χορήγηση συνδυασμού αντικαρκινικών φαρμάκων που σκοτώνουν τα καρκινικά κύτταρα) χορηγείται από το στόμα ή ενδοφλεβίως και έχει σκοπό την καταστροφή καρκινικών κυττάρων που πιθανόν έχουν διαφύγει από τον αρχικό όγκο και μπορούν να εγκατασταθούν σε άλλα σημεία του σώματος, αναπτύσσοντας μεταστάσεις. Χορηγείται στις ασθενείς με μη ορμονο-ευαίσθητο καρκίνο, αλλά και σε συνδυασμό με ορμονοθεραπεία σε ασθενείς που έχουν ορμονοευαίσθητο καρκίνο με επιθετικά όμως βιολογικά χαρακτηριστικά.

Η Ορμονοθεραπεία εφαρμόζεται σε όγκους του μαστού που εξαρτώνται από τις γυναικείες ορμόνες (οιστρογόνα και προγεστερόνη) για την ανάπτυξή τους. Μετά την αφαίρεση του όγκου στο χειρουργείο, τμήμα του εξετάζεται για την ύπαρξη υποδοχέων οιστρογόνων και προγεστερόνης. Εφόσον η εξέταση είναι θετική (θετική έκφραση των ορμονικών υποδοχέων – ορμονοευαίσθητος ή ορμονοεξαρτώμενος καρκίνος) η ασθενής έχει ένδειξη για τη χορήγηση ορμονοθεραπείας που περιλαμβάνει τη χορήγηση φαρμάκων όπως είναι η Ταμοξιφένη (αντι-οιστρογόνο που δεσμεύει τη δράση των οιστρογόνων και μπορεί να χορηγηθεί σε προ- και μετεμμηνοπαυσικές ασθενείς), οι Αναστολείς της Αρωματάσης (μόνο για ασθενείς που είναι σε εμμηνόπαυση και εμποδίζουν την παραγωγή οιστρογόνων) και φάρμακα που αναστέλλουν την παραγωγή οιστρογόνων στις ωοθήκες σε προ-εμμηνοπαυσικές γυναίκες (ή εναλλακτικά χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών).

Η βιολογική θεραπεία χορηγείται σε ασθενείς που η εξέταση του όγκου έδειξε την έκφραση μιας ειδικής πρωτεΐνης που ονομάζεται HER2. Χορηγούμενη μετά τη χημειοθεραπεία (και τελευταία και σε συνδυασμό με την ορμονοθεραπεία) έχει σκοπό να ενισχύσει το ανοσολογικό σύστημα του οργανισμού και έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει την αποτελεσματικότητα της συστηματικής θεραπείας.

Μετά τη θεραπεία του Καρκίνου του Μαστού

Η παρακολούθηση των ασθενών μετά την αρχική αντιμετώπιση ενός καρκίνου στο μαστό έχει σκοπό την έγκαιρη διάγνωση τοπικής υποτροπής στο χειρουργημένο μαστό ή το θωρακικό τοίχωμα, ανάπτυξης καρκίνου στον άλλο, υγιή μαστό και ανίχνευση μεταστάσεων σε άλλα όργανα του σώματος.

Περιλαμβάνει επιμελή κλινική εξέταση και συζήτηση με την ασθενή για πιθανά συμπτώματα ή ενοχλήσεις από τη θεραπεία, βασικές απεικονιστικές εξετάσεις (ανάλογα με το στάδιο της αρχικής νόσου και τη χρονική στιγμή παρακολούθησης) όπως είναι η μαστογραφία, η απλή ακτινογραφία θώρακος, το υπερηχογράφημα άνω και κάτω κοιλίας, η αξονική τομογραφία και το scanning οστών, αιματολογικές και βιοχημικές εξετάσεις (γενική αίματος, αριθμός αιμοπεταλίων, ηπατικά ένζυμα όπως SGPT, SGOT, γGT, αλκαλική φωσφατάση) αλλά και βιολογικούς δείκτες καρκίνου όπως τα CEA, CA 15-3, CA 125 κ.ά.

Διατροφή και καρκίνος του μαστού

Η δίαιτα θεωρείται μερικώς υπεύθυνη για το 30-40% όλων των καρκίνων, χωρίς να αποτελεί, όμως, από μόνη της την «αιτία» ή τη «θεραπεία» του καρκίνου. Αν και χρειάζεται περαιτέρω έρευνα πάνω στη σχέση της δίαιτας και του καρκίνου του μαστού, τα μέχρι τώρα ευρήματα δείχνουν ότι η συστηματική φυσική δραστηριότητα, η σωστή διατροφή και η διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους βοηθούν στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού ή επανεμφάνισης του.

Τα μέχρι τώρα δεδομένα για τη σχέση της διατροφής με τον καρκίνο του μαστού είναι τα ακόλουθα:

Καρκίνος του μαστού και Παχυσαρκία

Από μελέτες προκύπτει ότι οι υπέρβαρες γυναίκες (και ιδιαίτερα αυτές που το επιπρόσθετο βάρος το απέκτησαν κατά την ενήλικη ζωή και όχι στην παιδική ηλικία) διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, μετά την εμμηνόπαυση, σε σύγκριση με αυτές που έχουν φυσιολογικό σωματικό βάρος. Η παχυσαρκία αυξάνει και τα ποσοστά μεταστατικών καρκίνων που είναι και πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμοι. Ο λιπώδης ιστός παράγει μια μικρή ποσότητα οιστρογόνων που σχετίζονται με την εμφάνιση καρκίνου του μαστού. Επομένως, όσο μεγαλύτερο το ποσοστό λιπώδους ιστού στο σώμα, μετά την εμμηνόπαυση, τόσο πιο αυξημένα τα επίπεδα οιστρογόνων και τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα ανάπτυξης του νοσήματος.

Καρκίνος του μαστού και Δίαιτα υψηλή σε λιπαρά

Οι μελέτες δεν είναι ξεκάθαρες όσον αφορά το διαιτητικό λίπος ως παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του μαστού. Πολλές από αυτές εντόπισαν ότι το νόσημα είναι λιγότερο κοινό σε χώρες όπου η δίαιτα που ακολουθείται είναι χαμηλή στη συνολική πρόσληψη λιπών, χαμηλή σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, καθώς και σε κορεσμένο λίπος. Από την άλλη μεριά, έρευνες σε γυναίκες στις Η.Π.Α. δεν βρήκαν συσχέτιση του καρκίνου του μαστού με τη διαιτητική πρόσληψη λίπους. Αυτή η σύγκρουση των συμπερασμάτων μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι πέρα από το λίπος της δίαιτας, μεταξύ των χωρών, υπάρχουν και άλλες διαφορές (στο επίπεδο δραστηριότητας, τη πρόσληψη άλλων θρεπτικών συστατικών και τους γενετικούς παράγοντες) που μπορεί να επηρεάζουν τα τελικά ποσοστά εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Σίγουρα χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση για να καταλήξουμε σε σαφή αποτελέσματα. Πάντως, αν αναλογιστούμε ότι το λίπος αυξάνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τη συνολική πρόσληψη θερμίδων και τη σχέση του με την ανάπτυξη άλλων μορφών καρκίνου είναι επιτακτικό να υπάρξει περιορισμός του.

Καρκίνος του μαστού και Αλκοόλ

Η κατανάλωση αλκοόλ ξεκάθαρα σχετίζεται με την εμφάνιση καρκίνου του μαστού. Ο κίνδυνος μεγαλώνει ανάλογα με την προσλαμβανόμενη ποσότητα. Γυναίκες που πίνουν 2-5 ποτά την ημέρα διατρέχουν 1 ½ φορά παραπάνω κίνδυνο εμφάνισης της νόσου σε σύγκριση με αυτές που δεν πίνουν αλκοολούχα ποτά.

Καρκίνος του μαστού και Κατανάλωση συγκεκριμένων τροφών και συμπληρωμάτων

Δεν υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις για συγκεκριμένα τρόφιμα ή συμπληρώματα των οποίων η συστηματική κατανάλωση να οδηγεί σε μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του μαστού ή του ποσοστού επανεμφάνισης του. Η έρευνα έχει δείξει ότι όταν τα θρεπτικά συστατικά που χρειαζόμαστε τα προσλαμβάνουμε από μια ποικιλία τροφίμων με μέτρο στην ποσότητα, τότε παρέχουμε το καλύτερο δυνατό στο σώμα μας. Η πρόσληψη συμπληρωμάτων θα πρέπει να γίνεται ελεγχόμενα, εφόσον υπάρχει ανάγκη, μετά από συμβουλή διαιτολόγου.

Καρκίνος του μαστού και Φυσική δραστηριότητα

Η φυσική δραστηριότητα σχετίζεται με τον καρκίνο του μαστού άμεσα, επηρεάζοντας τα επίπεδα των ορμονών και έμμεσα, συμβάλλοντας στον έλεγχο του σωματικού βάρους. Συστήνεται η μέτρια φυσική δραστηριότητα (π.χ. έντονο περπάτημα, ποδηλασία, κηπουρική) για 45-60 λεπτά, τουλάχιστον 5 φορές την εβδομάδα, για να μειωθεί ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα πρέπει να τηρούνται τα ακόλουθα για την πρόληψη της εμφάνισης καρκίνου του μαστού:

  • Δίαιτα πλούσια σε τρόφιμα φυτικής προέλευσης.
  • Αύξηση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών (τουλάχιστον 5 μερίδες καθημερινά) και γενικότερα τροφίμων πλούσιων σε φυτικές ίνες (δημητριακών ολικής αλέσεως και οσπρίων), οι οποίες βοηθούν στην αποβολή των τοξικών ουσιών από το σώμα και τη μείωση των επιπέδων ορμονών που σχετίζονται με την ανάπτυξη καρκίνου του μαστού .
  • Δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά, με έμφαση στην κατανάλωση ω-3 λιπαρών οξέων (που βρίσκονται στα ψάρια, το λιναρόσπορο και τα καρύδια), τη χρήση ελαιόλαδου στις σαλάτες και τις μαγειρικές παρασκευές και τη μείωση της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος και των προϊόντων του (π.χ. αλλαντικών).
  • Μέτρο στην κατανάλωση αλκοολούχων ποτών (μέχρι 1 μερίδα αλκοόλ την ημέρα, που ισοδυναμεί με 50ml ποτών όπως το ουίσκι, η βότκα, το τζιν ή 120ml κρασιού ή 330ml μπίρας).
  • Περιορισμός της κατανάλωσης επεξεργασμένων δημητριακών, αλεύρων και σακχάρων.
  • Επαρκής πρόσληψη νερού.
  • Διατήρηση του σωματικού βάρους σε φυσιολογικά όρια, με Δείκτη Μάζας Σώματος από 18,5 έως 25.
  • Συστηματική φυσική δραστηριότητα.